- απολιγαινω
- ἀπολιγαίνωἀπο-λῐγαίνωпронзительно кричать, верещать Arph., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απολιγαίνω — (I) (Μ ἀπολιγαίνω) 1. αδυνατίζω, εξασθενώ 2. λιγοστεύω («απολίγεψε τ αλεύρι μας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + λιγαίνω «λιγοστεύω»]. (II) ἀπολιγαίνω (Α) 1. φωνάζω δυνατά, θορυβώ 2. (για αυλό) παίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + λιγαίνω «φωνάζω δυνατά»] … Dictionary of Greek
ἀπολιγαίνῃ — ἀπολιγαίνω speak with a shrill voice pres subj mp 2nd sg ἀπολιγαίνω speak with a shrill voice pres ind mp 2nd sg ἀπολιγαίνω speak with a shrill voice pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολιγαίνει — ἀπολιγαίνω speak with a shrill voice pres ind mp 2nd sg ἀπολιγαίνω speak with a shrill voice pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολιγαίνειν — ἀπολιγαίνω speak with a shrill voice pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)